φλογισμός

φλογισμός
φλογισμός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φλογισμός — ο, ΝΑ [φλογίζω] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού φλογίζω ανάφλεξη 2. ερεθισμός που συνοδεύεται από ερύθημα, φλόγωση αρχ. 1. φλογμός* 2. μουσικός όρος …   Dictionary of Greek

  • φλογισμός — ο 1. φλόγισμα (βλ. λ.). 2. άναμμα, ανάφλεξη, κατάκαυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλογισμούς — φλογισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόγισις — ίσεως, ἡ, Α [φλογίζω] φλογισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”